- ἐπιγίνομαι
- + V 0-0-0-0-2=2 3 Mc 2,5; LtJ 47to be born after, to come after
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… … Dictionary of Greek
ՄԱԿԱԼԻՆԻՄ — ( ) NBH 2 0191 Chronological Sequence: 6c ἑπιγίνομαι supervenio, subsequor. Ի վերայ գալ. լինել զկնի. հետեւանալ. *Յատուկն մակալինի տեսակումն. քանզի պա՛րտ է մարդ գոլ, զի ծիծաղական իցէ. Պորփ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)